- ἐρανισμός
- ἐρανισμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερανισμός — ο (AM ἐρανισμός) νεοελλ. η σύνθεση ερανίσματος αρχ. μσν. το εράνισμα … Dictionary of Greek
ἐρανισμῶν — ἐρανισμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρανισμῷ — ἐρανισμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρανισμόν — ἐρανισμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυολόγημα — και σταχολόγημα, το, Ν [σταχυολογώ] 1. το να μαζεύει κάποιος στάχια 2. επιλογή και συλλογή στοιχείων ή αποσπασμάτων από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανισμός … Dictionary of Greek